λογομάχος

λογομάχος
ο (Α λογομάχος)
αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός
αρχ.
αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογομάχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομάχον — λογομάχος masc/fem acc sg λογομάχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομάχοι — λογομάχος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομάχοις — λογομάχος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομάχων — λογομάχος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • λογομαχώ — (AM λογομαχῶ, έω) [λογομάχος] ανταλλάσσω υβριστικά λόγια με κάποιον, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ μσν. λογομάχομαι* …   Dictionary of Greek

  • υπήρατος — Α (κατά τον Ησύχ.) «λογομάχος, ὑπέρλαμπρος» …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՆԱԿՌԻՒ — (կռուի, ուաց.) NBH 1 434 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c, 12c ա. λογομάχος qui verbis pugnat, argutator Բանիւ կռուօղ. կարգօղ. հակառակասէր. դիմախօս. *Մի՛ ոք դարձեալ յիմ վերայ արձակեսցի ʼի բանակռուացն. Առ որս. ՟Ղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”